απρογύμναστος

απρογύμναστος
-η, -ο
1. αυτός που δεν έχει προγυμναστεί ή προπονηθεί
2. αυτός που δεν ασκήθηκε με ιδιαίτερη επιμέλεια σε κάτι εκ των προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + προγυμνάζομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Κ. Κριτοβουλίδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”